ειρμός

ειρμός
ο
1. σύνδεση, πλοκή, λογική σειρά νοημάτων: Τα λόγια του δεν έχουν ειρμό.
2. (εκκλησ.), το πρώτο τροπάριο καθεμιάς από τις εννέα ωδές που αποτελούν τον κανόνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἱρμός — train masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρμός — ο (AM εἱρμός) λογική σύνδεση νοημάτων, λογική σειρά τού λόγου μσν. νεοελλ. το πρώτο τροπάριο καθεμιάς από τις εννέα ωδές τού κανόνος ο οποίος ψάλλεται στην ακολουθία τού όρθρου …   Dictionary of Greek

  • εἱρμοί — εἱρμός train masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱρμοῦ — εἱρμός train masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱρμούς — εἱρμός train masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱρμῶν — εἱρμός train masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱρμῷ — εἱρμός train masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱρμόν — εἱρμός train masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HIRMOLOGIUM — liber Eccl. apud Graecos, Εἱρμολόγιον dictus quod εἱρμοὺς contineat omnes Octoechi herilium et Deiparae sollennitatum ac totius anni. Est autem iis Hirmus seu Εἱρμὸς hymnus seu troparium, a quo reliquorum tropariorum, quae in ea Ode canerentur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ирмос — первый стих церк. гимна, который устанавливает связь со след. тропарями , русск. цслав. ирмосъ (Мин. 1905 г.). Из греч. εἱρμός – то же, букв. связь ; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 69 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”